σαμαρτζής

σαμαρτζής
ο см, σαγματοποιός

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "σαμαρτζής" в других словарях:

  • σαμαρτζής — ο, Ν σαμαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαμάρι + κατάλ. τζής (πρβλ. φαναρ τζής)] …   Dictionary of Greek

  • σαμαρτζής — ο σαμαράς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σαμαρτζής, Γεώργιος — Ζωγράφος (Κέρκυρα 1868 – Αθήνα 1925). Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Νεάπολης. Δίδαξε σχέδιο στα σχολεία της Κέρκυρας και επιδόθηκε επίσης στη μουσική και στην ποίηση. Η ζωγραφική του βασίζεται στις θεωρίες του ακαδημαϊκού ρεαλισμού. Είχε… …   Dictionary of Greek

  • Дамиан (архиепископ Синайский) — В Википедии есть статьи о других людях с именем Дамиан (значения). Архиепископ Дамиан Δαμιανός Σαμαρτζής Архиепископ Синайский, Фаранский и Раифский c  …   Википедия

  • σαμαράς — σαμαράς, ο και σαμαρτζής, ο κατασκευαστής σαμαριών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»